κυανόπτερος

κυανόπτερος
κυανόπτερος, -ον (Α)
(για πτηνά ή έντομα) αυτός που έχει μαύρα φτερά («κυανόπτερος ἠχέτα τέττιξ», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτερόν (πρβλ. κυκνό-πτερος, υμενό-πτερος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κυανόπτερος — with blue black feathers masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανόπτερε — κυανόπτερος with blue black feathers masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”